Θεοδώρους

Θεοδώρους
Θεόδωρος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Polychronis Lembesis — Infobox actor bgcolour = blue name = Polychronis Lembesis imagesize = 250px caption = birthname = Polychronos Lembesis birthdate = 1848 location = flagicon|Greece Salamis Island, Greece deathdate = 1913 deathplace = flagicon|Greece Athens, Greece …   Wikipedia

  • μοφέττα — η 1. (μεταλλευτ.) έκλυση δηλη τηριώδους ή ασφυκτικού δύσοσμου αερίου στις υπόγειες εργασίες τών μεταλλείων, όπως είναι το υδρόθειο και το μεθάνιο 2. γεωλ. α) φουμαρόλη, ηφαιστειακή έκλυση αερίων η οποία έχει θερμοκρασία χαμηλότερη τού σημείου… …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • Αγίας Μαρίνας, μονή — Ονομασία πέντε μοναστηριών. 1. Γυναικείο μοναστήρι στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας. Εξαρτάται από την Εκκλησία των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών (Παλαιοημερολογιτών). Ιδρύθηκε το 1960. 2. Γυναικείο μοναστήρι στο Σοφικό. Ιδρύθηκε το 1940. Έχει την …   Dictionary of Greek

  • Αγίου Νικολάου, μονή — Ονομασία 24 μοναστηριών. 1. Γυναικείο ησυχαστήριο στους Αγίους Θεοδώρους. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Κορινθίας, Ζεμενού, Ταρσού και Πολυφέγγους. Ιδρύθηκε το 1969. 2. Ανδρικό μοναστήρι στην Αμαλιάδα. Εξαρτάται από τη μητρόπολη Ηλείας. 3. Ανδρικό… …   Dictionary of Greek

  • Αυλώνας, Γεώργιος — Αγωνιστής του 1821, oπλαρχηγός από τον Αυλώνα της Αλβανίας. Έδωσε όλη του την περιουσία για τον Αγώνα και πήρε ενεργό μέρος από την αρχή έως το τέλος της Επανάστασης. Το 1827 ήταν αξιωματικός του Καραϊσκάκη. Μετά την Επανάσταση, εγκαταστάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Δάσκαλος, Ιωάννης ή Τσάκωνας — Αγωνιστής του 1821. Διακρίθηκε σε μάχη στους Αγίους Θεοδώρους της Αθήνας …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται …   Dictionary of Greek

  • Κορινθίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (2.289 τ. χλμ., 154.624 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Ο ν.Κ. εκτείνεται στη βορειανατολική Πελοπόννησο και καταλαμβάνει μικρό τμήμα της Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει Δ με τον νομό Αχαΐας, Ν με τους νομούς Αρκαδίας και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”